- ἐπιτοκίας
- ἐπιτοκίᾱς , ἐπιτοκίαcompound interestfem acc plἐπιτοκίᾱς , ἐπιτοκίαcompound interestfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιτοκία — η (Α ἐπιτοκία) [επίτοκος] νεοελλ. βιολ. ο τρόπος με τον οποίο πολλαπλασιάζονται μερικά σκουλήκια με αποκοπή τού μισού σώματος, αλλιώς επιγαμία αρχ. ο τόκος τού τόκου («τόκους καὶ ἐπιτοκίας [τῆς φιλανθρωπίας] μή τελοῦντες», Φίλ.) … Dictionary of Greek
προσεκλέγω — Α 1. αφαιρώ, αποσπώ κάτι ακόμη (α. «καὶ τοὺς ἄλλους [ὀδόντας] προσεκλέγειν», Γέλ. β. «τόκους καὶ ἐπιτοκίας προσεκλέγειν», Φίλ.) 2. μέσ. προσεκλέγομαι επιλέγω κάτι για τον εαυτό μου επιπροσθέτως («προσεκλέγονται δ οὗτοι πάλιν αὐτοὶ τοὺς ἴσους… … Dictionary of Greek